- ἐπηλύγαιος
- ἐπηλῠγ-αιος, ον, ([etym.] ἠλύγη)A shady, dark, AB243, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επηλύγαιος — ἐπηλύγαιος, ον (Α) σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλύγ η «σκιά, σκοτάδι» + επίθημα αιος] … Dictionary of Greek
ἐπηλύγαιον — ἐπηλύγαιος shady masc/fem acc sg ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύγαια — ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)